ακριμάτιστος

ακριμάτιστος
-η, -ο [κριματίζω]
1. αυτός που δεν κριμάτισε, δεν διέπραξε κρίματα, αναμάρτητος, αθώος
2. αυτός που δεν υπόκειται σε κρίμα, που δεν είναι δυνατό να τού καταλογιστεί κακή πράξη ή ηθικό παράπτωμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ακριμάτιστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν έκανε κρίματα, αμαρτήματα: Όλοι θεωρούσαν το μακαρίτη άνθρωπο ακριμάτιστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κορνάρος, Βιτσέντζος — (Σητεία Κρήτης, 1553 – 1613). Ποιητής. Θεωρείται ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της κρητικής λογοτεχνίας, ο πιθανότερος δημιουργός του Ερωτόκριτου. Για τη ζωή του δεν υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες, εκτός από όσα αναφέρει ο ίδιος στους τελευταίους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”